χαμαίκισσος

χαμαίκισσος
ο, ΝΜΑ
βοτ.
1. είδος κισσού που απλώνεται στο έδαφος
2. είδος κυκλάμινου
3. το φυτό γλήχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + κισσός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμαίκισσος — ground ivy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαικίσσου — χαμαίκισσος ground ivy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαίκισσον — χαμαίκισσος ground ivy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gundermann, der — Der Gundermann, des es, plur. inus. eine in einigen Gegenden, besonders Oberdeutschlandes, übliche Benennung des Erdepheues, Glecoma hederacea L. der von andern Gunderan, Gunderlunze, Gunderrebe, Donnerrebe, in Preußen Udram, im Nieders. Hederich …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

  • σεληνίτις — η / σεληνῑτις, ίτιδος, ΝΑ νεοελλ. βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία τής οικογένειας βρασσικίδες αρχ. το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα ῖτις… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”